- ασφυκτικός
- ασφυκτικός, -ή, -ό και ασφυχτικός, -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που προκαλεί ασφυξία, αποπνιχτικός: Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη κι αρκετοί στέκονταν στους διαδρόμους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.